κηφηναρειό

κηφηναρειό
το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”